- τριτοπατρής
- και τριτόπατρεις, -έων, οἱ, Αθεότητες τις οποίες λάτρευαν τα γένη τής αρχαίας Αττικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πατήρ, πατρός + κατάλ. -ῆς, αρχ. αττ. τ. τού πληθ. -εῖς τής κατάλ. -εύς* (πρβλ. βασιλεύς: βασιλεῖς / βασιλῆς). Αντίθετα, η γρφ. τριτόπατρεις θεωρείται εσφ.].
Dictionary of Greek. 2013.